- προκαθάρσιον
- προκᾰθάρσιον, τό,A previous purification, Sch.rec. S.OT240.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προκαθάρσιον — previous purification neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκαθάρσιον — τὸ, Α το μέσο για την προπαρασκευαστική κάθαρση. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + καθάρσιον] … Dictionary of Greek
προκαθάρσια — προκαθάρσιον previous purification neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)